χαλιφάτης

χαλιφάτης
ὁ, Μ
βλ. χαλίφης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλίφης — ο / χαλιφάτης, ΝΜ τίτλος τών διαδόχων τού Μωάμεθ, ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης τού Ισλάμ, ηγεμόνας τής μουσουλμανικής κοινότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. khalīfah «διάδοχος τού Προφήτη» < khalafa «διαδέχομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”